- διαψεύδεται
- διαψεύδωdeceivepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έθιμο — Κάθε ομαδική αντίληψη ή πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα και επανειλημμένα, ώστε να αποτελεί παράδοση (για παράδειγμα, η νύφη πρέπει να φορά πέπλο στον γάμο). Ένα άλλο γνώρισμα του ε. είναι πως αυτό συνιστά μια αυθόρμητη εκδήλωση, με την έννοια πως … Dictionary of Greek
νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 … Dictionary of Greek
αίτημα — το, ατος 1. ό,τι ζητά κανείς προφορικά ή γραπτά: Η σύγκλητος του πανεπιστημίου μελετά τα αιτήματα των φοιτητών. 2. (στη φιλοσοφία και στα μαθηματικά), πρόταση που η αλήθεια της δεν αποδεικνύεται θεωρητικά, δε διαψεύδεται όμως και από τα πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θησαυρός — ο 1. πολλά πλούτη: Θησαυροί του Κροίσου. – Κέρδισε ολόκληρο θησαυρό. 2. χρήματα ή πολύτιμα αντικείμενα που βρίσκονται κάπου κρυμμένα: Ανακάλυψε θησαυρό. 3. πλούτος πνευματικών ή ηθικών αγαθών: Θησαυρός γνώσεων ή σοφίας. 4. άνθρωπος ανώτερος, με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)